-
1 далёкий
I далёкий и далеко) μακρύτερα, παραπέρα, παρακάτω пойдёмте \далёкий πάμε παρακάτω 2. нареч. (потом) ύστερα, κατόπιν), μετά а \далёкий что? κ'ύστερα; II далёкий μακρινός, απομακ ρισμένος, απόμακρος* * *μακρινός, απομακρισμένος, απόμακρος -
2 дальше
См. также в других словарях:
Antónis Rémos — (Diogenis Studio d Athènes, janvier 2011) Nom Antónis Paschalídis Naissance … Wikipédia en Français
Ремос, Антонис — Антонис Ремос Αντώνης Ρέμος Антонис Ремос 2011 Основная информация Полное имя Антонис Ремос … Википедия
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek